- επιπεδοσφαιρικός
- η , όν планисферный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιπεδοσφαιρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιπεδοσφαίριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπεδοσφαίριο( ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ανδρέα Κορδέλλα στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek